θερμοσκόπιο

θερμοσκόπιο
Συσκευή, με την οποία η μεταβολή του όγκου ενός σώματος δείχνει την ύπαρξη και το σημείο μίας μεταβολής στη θερμοκρασία του σώματος ή δηλώνει μία διαφορά θερμοκρασιών, είναι όμως αδύνατον να δώσει το ακριβές μέγεθος μίας θερμοκρασίας. Πρόκειται για συσκευή ανάλογη με το διαφορικό θερμόμετρο, διαφέρει όμως από αυτό κατά την απλότητα της κατασκευής (δεν έχει θερμομετρική κλίμακα).
* * *
το
ειδική συσκευή η οποία δείχνει τις μεταβολές τής θερμοκρασίας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermoscope < thermo- (πρβλ. θερμ[ο]-*) + -scope
(πρβλ. -σκοπιον < σκοπός). Η λ. στον λόγιο τ. θερμοσκόπιον μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • -σκόπιο — β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων, κυρίως τής Νέας Ελληνικής (ελάχιστα είναι τα ουσ. αυτά στην Αρχαία), τα οποία προέρχονταν αρχικά από τα αντίστοιχα ον. σε σκοπος*. Στη συνέχεια, όμως, το β συνθετικό σκόπιο ανεξαρτητοποιήθηκε και χρησιμοποιήθηκε με …   Dictionary of Greek

  • θερμ(ο)- — α συνθετικό λέξεων τής Αρχαίας, Μεσαιωνικής και Νέας Ελληνικής, το οποίο προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. «θερμός, ζεστός». Το θερμ(ο) χρησίμευσε και ως α συνθετικό πολλών επιστημονικών όρων τών νεώτερων ευρωπαϊκών γλωσσών (πρβλ. θερμογράφος,… …   Dictionary of Greek

  • θερμοηλεκτρισμός — Σύνολο ιδιοτήτων που προκύπτουν από την αλληλεπίδραση μεταξύ ηλεκτρικής και θερμικής ενέργειας που εκδηλώνονται στα φαινόμενα Ζέεμπεκ, Πελτιέ, Τόμσον, εκτός από το φαινόμενο Τζάουλ. φαινόμενο Ζέεμπεκ. Το φαινόμενο Ζέεμπεκ, που είναι και το πιο… …   Dictionary of Greek

  • θερμοσκοπικός — ή, ό 1. ο σχετικός με τον έλεγχο τών μεταβολών τής θερμοκρασίας 2. βιολ. όρος που αναφέρεται σ αυτόν ο οποίος είναι οπτικά ευαίσθητος στην ακτινοβολούμενη θερμότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thermoscopic < thermoscope (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • Γαλιλαίος — (Galileo Galilei, Πίζα 1564 – Αρτσέτρι, Φλωρεντία 1642). Ιταλός φυσικός και αστρονόμος. Οι επιστημονικές ανακαλύψεις του στη μηχανική και την αστρονομία και κυρίως η μαθηματική πειραματική μέθοδος που εφάρμοσε στις έρευνές του τον καθιέρωσαν ως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”